ξεπαγώνω

ξεπαγώνω
1. λειώνω τον πάγο
2. αποψύχομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξεπαγώνω — ξεπαγώνω, ξεπάγωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποψύχω — (AM ἀποψύχω) 1. ψύχω εντελώς, καθιστώ κάτι πολύ ψυχρό νεοελλ. 1. αφαιρώ την ψύξη, ξεπαγώνω 2. πεθαίνω μσν. νεοελλ. ( ομαι) αναπαύομαι, ξεκουράζομαι αρχ. 1. μου κόβεται η αναπνοή, λιποθυμώ 2. απρόσ. ἀποψύχει αρχίζει να ψυχραίνει ο καιρός 3. (… …   Dictionary of Greek

  • λαγαρούμαι — / λαγαροῡμαι, όομαι (AM) [λαγαρός] μσν. εξασθενώ, εξαντλούμαι, ατονώ αρχ. (για ποταμό) ξεπαγώνω, λειώνει ο πάγος μου («ποταμὸς λαγαρούμενος», Ανθ. Παλ.) …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξεπάγωμα — το [ξεπαγώνω] λειώσιμο τού πάγου, απόψυξη …   Dictionary of Greek

  • αποψύχω — υξα, ύχτηκα, υγμένος, ξεπαγώνω: Όταν κάποιο τρόφιμο αποψυχτεί, πρέπει να καταναλωθεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”